- αγιούτο
- το обл помощь, поддержка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγιούτο — το 1. βοήθεια, υλική ή ηθική ενίσχυση 2. θάρρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. aiuto (= βοήθεια)] … Dictionary of Greek